- αερόμυθος
- ἀερόμυθος, -ον (Α)αυτός που λέει λόγια τού αέρα, που φλυαρεί μάταια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + μῦθος «λόγος, λέξη».ΠΑΡ. αρχ. ἀερομυθῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αερομυθώ — ἀερομυθῶ ( έω) (Α) [ἀερόμυθος] λέγω «λόγια τού αέρα», αερολογώ … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek